μετροδείκτης

Greek Monolingual

ο
μικρός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη στερεοσκοπική μέτρηση στα φωτογραμμομετρικά όργανα απόδοσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + δείκτης (< δείχνω) πρβλ. στροφοδείκτης.