μηλόμελι

English (LSJ)

ιτος, τό, honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.

German (Pape)

[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.

Greek Monolingual

μηλόμελι, -ιτος, το (Α)
μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνόμελι, υδρόμελι)].