υδρόμελι

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

το / ὑδρόμελι, -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν
είδος ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική ζύμωση διαλύματος μελιού σε νερό
νεοελλ.
συνεκδ. φαρμακευτικό σκεύασμα από το παραπάνω μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μέλι.