μηνίς
German (Pape)
[Seite 174] ίδος, ἡ, = Folgdm, Sp. Die Glosse des Phot. μηνίς, ὑμένας muß nach Hesych. μηνίσκην, ὑμένα heißen.
Greek (Liddell-Scott)
μηνίς: -ίδος, ἡ, = μηνίσκος, Auson. Prof. 25· μηνίσκη, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μηνίς, -ίδος, ἡ (Α)
μηνίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα -ιδ-ς (πρβλ. θαμνίς, τραχηλίς)].