μηνιγγίτιδα
Greek Monolingual
η μήνιγξ
ιατρ. βαρύτατη νόσος η οποία συνίσταται σε οξεία ή υποξεία φλεγμονή τών μηνίγγων και σε υπερπαραγωγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
η μήνιγξ
ιατρ. βαρύτατη νόσος η οποία συνίσταται σε οξεία ή υποξεία φλεγμονή τών μηνίγγων και σε υπερπαραγωγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού.