υπερπαραγωγή
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) η παραγωγή προϊόντων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες ή τις προβλεπόμενες·2. θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, συνήθως ιστορικό ή επιστημονικής φαντασίας, με πλούσια και επιβλητικά σκηνικά και ενδύματα, με σκηνές πλήθους, με υψηλό κόστος και, συνήθως, υψηλής πιστότητας ή αληθοφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].