μηροτυπής

English (LSJ)

μηροτυπές, striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.

Greek Monolingual

μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευροτυπής, χειροτυπής].

Greek Monotonic

μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηρο-τῠπής, ές τύπτω
striking the thigh, Anth.