μητροκομώ
Greek Monolingual
μητροκομῶ, -έω (Μ)
περιποιούμαι τη μητέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κομῶ (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. μητροκόμος (πρβλ. γηροκομώ)].
μητροκομῶ, -έω (Μ)
περιποιούμαι τη μητέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κομῶ (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. μητροκόμος (πρβλ. γηροκομώ)].