μητροκτησία
Greek Monolingual
η
κληρονομιά από μητρική περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κτησία (< -κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
η
κληρονομιά από μητρική περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κτησία (< -κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].