μηχανιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης
2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους της βιολογίας ή της φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)].