μικρασιατικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μικρά Ασία
2. φρ. α) «μικρασιατική καταστροφή» — η ήττα τών Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1922 και το ξερίζωμα του ελληνικού πληθυσμού που ακολούθησε
β) «ακτές μικρασιατικού τύπου»
γεωλ. ακτές οι οποίες σχηματίζουν ευρείς κόλπους κάθετους προς τη διεύθυνση της ακτής και παράλληλους προς τη διεύθυνση τών οροσειρών που βρίσκονται στο εσωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρασιάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δ. Βερναρδάκη].