ξερίζωμα

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

το ξεριζώνω
1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση
2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα
3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός («το ξερίζωμα του μικρασιατικού ελληνισμού»).