μικροοργανισμός

Greek Monolingual

ο
το μικρόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microorganism. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Χρηστομάνο].