μικρόβιο
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
το
βιολ.
μονοκύτταρος μικροοργανισμός και ειδικότερα εκείνος που προκαλεί ζυμώσεις ή μολυσματικές νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., γαλλ. microbe < μικρ(ο)- + βίος.