μικρόβιο

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το
βιολ.
μονοκύτταρος μικροοργανισμός και ειδικότερα εκείνος που προκαλεί ζυμώσεις ή μολυσματικές νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., γαλλ. microbe < μικρ(ο)- + βίος.