μικροτράπεζος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, keeping a mean, shabby table, Antiph.172.1.

German (Pape)

[Seite 185] einen geringen, schlechten Tisch führend, Ἕλληνες, Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροτράπεζος: -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.

Greek Monolingual

μικροτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος].