μικρόκαρπος

English (LSJ)

μικρόκαρπον, bearing small fruit, Thphr. CP2.10.2.

German (Pape)

[Seite 184] mit kleinen Früchten, Schol. Plat. 337.

Greek Monolingual

μικρόκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως προς το μέγεθος καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + καρπός (πρβλ. κακό-καρπος)].