μικρόνησος

English (LSJ)

ἡ, small island, Eust.1619.8.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, die kleine Insel, Eust. 1619, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόνησος: ἡ, μικρὰ νῆσος, Εὐστ. 1619. 8.

Greek Monolingual

η
μικρόνησος)
μικρό σε έκταση νησί, νησάκι.