μικρόπνους
English (LSJ)
μικρόπνουν, (πνοή) short breathing, Hp.Epid.2.3.7.
German (Pape)
[Seite 184] kurzäthmig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόπνους: ουν, (πνοή) ὁ ἔχων μικρὰν ἀναπνοήν, Ἱππ. 1025C.
Greek Monolingual
μικρόπνους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μικρή, βραχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -πνοος (< πνοή), πρβλ. μεγαλό-πνους].