μινυρίστρια

English (LSJ)

ἡ, warbler, ἀηδών IG14.1934f5.

German (Pape)

[Seite 188] ἡ, die Wimmernde, ἀηδών, Epigr. in Zeitschrift für A.-W. 1844 p. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρίστρια: ἡ, ἡ μινυρίζουσα, ἠρέμα καὶ ἡδέως κελαδοῦσα, ἀηδὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 546. 9.

Greek Monolingual

μινυρίστρια, ἡ (Α) μινυρίζω
(για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά.