μινυώριος

English (LSJ)

μινυώριον, (ὥρα) short-lived, τέκνα AP9.362.26:—also μινυωρος, ον, ib.7.481 (Philet.), Tryph.646, cf. Musae.305.

German (Pape)

[Seite 188] kurze Zeit lebend, kurz dauernd; τέκνα, Ep. (IX, 362); αἷμα, Nonn. D. 10, 209.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est de courte durée, qui vit peu de temps.
Étymologie: μινύθω, ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

μῐνῠώριος: недолговечный (τέκνα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠώριος: -ον, (ὥρα) βραχυχρόνιος, βραχύβιος, Ἀνθ. Π. 9. 362, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 13· ὡσαύτως μῐνύωρος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 481.

Greek Monolingual

μινυώριος, -ον (Α) μινύωρος
βραχύβιος.

Greek Monotonic

μῐνῠώριος: και μῐνύ-ωρος, -ον (ὥρα), βραχύβιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῐνῠ-ώριος, ανδ μῐνύ-ωρος, ον [ὥρα]
shortlived, Anth.