μισόπτωχος

English (LSJ)

μισόπτωχον, hating the poor, of the gout, Luc.Epigr.47.

German (Pape)

[Seite 192] Bettler hassend, θεά, Podagra, Lucian. ep. 27 (XI, 403).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ennemi des mendiants, des pauvres.
Étymologie: μισέω, πτωχός.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόπτωχος: ненавидящий нищих (θεά, sc. ποδάγρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόπτωχος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς πτωχούς, ἐπὶ τῆς ἀρθρίτιδος, Ἀνθ. Π. 11. 403.

Greek Monolingual

μισόπτωχος, -ον (Α)
αυτός που αποφεύγει τους φτωχούς («μισόπτωχε θέα, μούνη πλούτου δαμάτειρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πτωχός (πρβλ. φιλόπτωχος)].

Greek Monotonic

μῑσόπτωχος: -ον, αυτός που μισεί (αποφεύγει) τους φτωχούς, λέγεται για την ποδάγρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

hating the poor, of the gout, Anth.