φιλόπτωχος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

German (Pape)

[Seite 1284] die Armen liebend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπτωχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πτωχούς, Ἀθαν. τ. 2, σ. 363D, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 244Β, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 48Α, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόπτωχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά και βοηθά τους φτωχούς
νεοελλ.
(για ίδρυμα) αυτός που αποβλέπει στην παροχή βοήθειας στους φτωχούς («φιλόπτωχο ταμείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πτωχός (πρβλ. μισόπτωχος)].