μιτρανάδεσμος

English (LSJ)

ὁ, headband, Steph.in Rh.313.16.

Greek Monolingual

μιτρανάδεσμος, ὁ (Μ)
διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + ἀνάδεσμος «κορδέλα που συγκρατεί τα μαλλιά»].