μιτρηδόν

English (LSJ)

Adv., prob. f.l. for μετρηδόν in Nonn. D. 48.340.

German (Pape)

[Seite 193] nach Art einer Binde, eines Schleiers, κρυπτόμενον μ. ὅλον δέμας, Nonn. D. 48, 840.

Greek (Liddell-Scott)

μιτρηδόν: Ἐπίρρ., ὡς μίτρα, ἴδε ἐν λέξ. μετρηδόν.