μνημούρι

Greek Monolingual

και μνημόρι, το (ΑΜ μνημόριον, Μ και μνημόρι και μνημούρι και μνημούριν)
τάφος, μνήμα, τύμβος
νεοελλ.
φέρετρο
μσν.
ταφικό μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memorium «μνημείο, τάφος» με παρετυμολογική επίδραση του μνήμα].