μοιμυώ

Greek Monolingual

μοιμυῶ, -άω (Α)
συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].