μοιμυῶ, -άω (Α)συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].