μολπά

English (Slater)

μολπά song ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (= ἁρμονίᾳ?) (O. 1.102) ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84) ]ε καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (Pae. 2.96)

Russian (Dvoretsky)

μολπά: ἡ дор. = μολπή.