μολυβένιος
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) μολύβι
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.
-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) μολύβι
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.