μολυβδιῶ, -άω (Α)έχω το χρώμα του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -ιάω, -ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτιώ, λεοντιώ)].