Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μονοατομικός
Greek Monolingual
και μονατομικός, -ή,-ο φυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (<μον(ο)- +ατομικός)].