μονομάτης

Greek Monolingual

ο
1. μονόφθαλμος, μονόματος, αυτός που έχει εκ φύσεως έναν μόνο οφθαλμό, όπως οι Κύκλωπες
2. αυτός που έχασε το ένα μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι.