μονομέρεια

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονομέρεια: ἡ, κρίσις μονομερής, μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία μονομερής
μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία
νεοελλ.
η ιδιότητα του μονομερούς
αρχ.
φρ. «κατὰ μονομερίαν» — μονομερώς, αδίκως.