μονοσταλής

English (LSJ)

μονοσταλές, = μονόστολος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 205] ές, ὁ κατὰ μόνας στελλόμενος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσταλής: «ὁ κατὰ μόνος στελλόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοσταλής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευσταλής].