μοντάρισμα

Greek Monolingual

το
1. η συναρμολόγηση τών τμημάτων και εξαρτημάτων μιας μηχανής, κν. στήσιμο
2. (γενικά) συναρμολόγηση κάθε είδους πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα].