στήσιμο
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωση («στήσιμο παράστασης»)
4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση
5. φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη ή για να προκαλέσει εντύπωση, πόζα
6. μτφ. αναμονή μεγάλης διάρκειας σε προκαθορισμένη συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έστησα, αόρ. του στήνω + κατάλ., -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].