[Seite 207] = μοιράζω, μοιράω, davon wird μεμόρακται abgeleitet, Plat. Tim. Locr. 95 a, er hat durchs Loos zugetheilt erhalten.
μοράζω: ἴδε ἐν λ. μείρομαι ΙΙΙ.
μοράζω: (3 л. sing. pf. pass. μεμόρακται) Plat. = μείρομαι.