μορέω
English (LSJ)
(μόρος) make with pain and toil, ὃν ἁπάτωρ… μόρησε Dosiad. Ara8, cf. EM584.31 (sed leg. μόγησε); πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, i.e. boiled over a fire, Nic.Al.229 (unless from μείρομαι (A), q.v.).
German (Pape)
[Seite 207] ist als Thema zu μεμόρηκα, Nic. Ther. 213, u. μεμόρημαι u. ä. angenommen worden, die unter μείρομαι nachzusehen sind, als praes. kommt das Wort nicht vor; E. M. führt auch μορῆσαι = κακοπαθῆσαι an; μόρησε = ἐπόνησε, Dosiad. ar. 2 (XV, 26).
French (Bailly abrégé)
1-ῶ ; 3 sg. ao. poét. μόρησε ;
travailler, se fatiguer, souffrir, ANTH. 15.26.8.
Étymologie: μόρος¹.
2-ῶ ; pf. μεμόρηκα, pf. pass. μεμόρημαι ;
partager, NIC.
Étymologie: μόρα.
Russian (Dvoretsky)
μορέω: с усилием делать, изготовлять (τι Anth.).
Greek Monolingual
μορῶ, μορέω (Α) μόρος
1. κάνω κάτι με δυσκολία, με κόπο
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μορῆσαι
μερίσαι»
β) «ἐλθεῖν»
γ) «μεμορημένον
ησκημένον, πεπονημένον» («πυρός μεμορημένος» — ψημένος στη φωτιά, Νικ. Αλεξ.).
Greek (Liddell-Scott)
μορέω: (μόρος) κάμνω τι μετὰ δυσκολίας καὶ μόχθου, ὃν ὡπάτωρ... μόρησε, ἐπόνησε, Ἀνθ. Π. 15. 26, 8· - περὶ τοῦ μεμόρημαι, ὅρα μείρομαι ΙΙΙ.
Greek Monotonic
μορέω: (μόρος), μέλ. -ήσω, κάνω κάτι με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.