μορφά
French (Bailly abrégé)
dor. c. μορφή.
English (Slater)
μορφά (-ᾷ, -άν.) bodily form, build μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ Herakles (I. 4.53) οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13)
Russian (Dvoretsky)
μορφά: ἡ дор. = μορφή.