μορφάλλαξη
Greek Monolingual
η
βιολ. διαδικασία αναδιοργάνωσης τών ιστών, που παρατηρείται σε πολλούς κατώτερους οργανισμούς μετά από σοβαρό τραυματισμό, όπως είναι λ.χ. η διχοτόμηση του ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphallaxis (< μορφή + αλλάττω)].