διχοτόμηση
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η (AM διχοτόμησις)
το κόψιμο πράγματος σε δύο ίσα τμήματα
νεοελλ.
ο πολλαπλασιασμός τών κυττάρων με μίτωση.