Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μορφοτροπέας
Greek Monolingual
ο (ηλεκτρ.) ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία μπορεί να δέχεται ενέργεια από εναλλασσόμενο ρεύμα και να τή μετασχηματίζει σε μηχανική ή ακουστική ισχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. transducteur].