μοτοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, = μοτοφυλάκιον 1, bandage for keeping lint in place, Leonid. ap. Aët.15.5, Heliod. ap. Orib.44.11.11.
German (Pape)
[Seite 210] ακος, ὁ, eine Art Compresse zum Halten der Charpie, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
μοτοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἐπίδεσμος χρησιμεύων ὅπως τηρῇ τὸν μοτὸν εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 7 Mai· - ὡσαύτως, μοτοφυλάκιον φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.
Greek Monolingual
μοτοφύλαξ, ὁ (Α)
μοτοφυλάκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοτός + φύλαξ.