μουσικτάς

English (LSJ)

= μουσικός ΙΙ, Hsch.

Greek Monolingual

μουσικτάς (Α) μουσίζω
(κατά τον Ησύχ.) μουσικός.

German (Pape)

ὁ, der Tonkünstler, Hesych. erkl. μουσικός, ψάλτης.