μουσόρρυτος

English (LSJ)

μουσόρρυτον, flowing with music, i.e. gifted with poetic talent, TAM2(1).49 (Telmessus).

Greek Monolingual

μουσόρρυτος, -ον (Α)
προικισμένος με ποιητικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. θεόρρυτος, μελίρρυτος].