-α, -ο1. χαμηλός2. φρ. «μπάσα φωνή»μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή του βαθυφώνου3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσοςο βαθύφωνος4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσοβλ. μπάσο. επίρρ...μπάσαμε μπάσο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο].