μπάσο
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Greek Monolingual
το (Μ μπάσο)
είδος πνευστού μουσικού οργάνου που παράγει βαθύ ήχο
νεοελλ.
μουσ. (σε μια φωνητική ή οργανική σύνθεση) η χαμηλότερη από τις φωνές πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρο το αρμονικό συγκρότημα και η οποία είναι το θεμέλιο, γενικά, της αρμονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. basso < λατ. bassus < πάσσω, ανώμαλος συγκρ. του παχύς.