μπατίκι

Greek Monolingual

το
1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τον καλλιεργεί για δικό του όφελος
2. στον πληθ. τα μπατίκια
α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία
β) μικρή οικογενειακή τελετή με την οποία υποδέχονται τον γαμπρό στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατ-ίκι(ον) < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].