μπουκάρω
Greek Monolingual
1. (για πλοίο) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω ορμητικά από τη μπούκα, από το στόμιο του λιμανιού
2. (για ρευστά) εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο («τα νερά μπουκάρανε από την πόρτα»)
3. (για έμψυχα) εισορμώ αιφνίδια («μπουκάρανε οι αστυνομικοί και τους έπιασαν»)
4. (για ιστία πλοίου) φουσκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπούκα «στόμιο» ή από ιταλ. boccare].