μπούκα

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η
1. σήραγγα, υπόνομος
2. στόμιο, ιδίως πυροβόλου, υπονόμου ή λιμανιού
3. είσοδος
4. μπουκιά
5. μεγάλο και άσχημο στόμα
6. φρ. «τον έχει στη μπούκα του τουφεκιού» ή «τον έχει στη μπούκα του κανονιού» — τον εχθρεύεται και τον καταδιώκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «στόμα»].