μπούκα

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η
1. σήραγγα, υπόνομος
2. στόμιο, ιδίως πυροβόλου, υπονόμου ή λιμανιού
3. είσοδος
4. μπουκιά
5. μεγάλο και άσχημο στόμα
6. φρ. «τον έχει στη μπούκα του τουφεκιού» ή «τον έχει στη μπούκα του κανονιού» — τον εχθρεύεται και τον καταδιώκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «στόμα»].