η
1. καταπακτή, γκλαβανή
2. πόρτα πλοίου η οποία κλείνει ερμητικά και κάνει το πλοίο ή ένα διαμέρισμά του στεγανό
3. άνοιγμα στην πλευρά πλοίου που χρησιμεύει για την παραλαβή φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boca-porta (< boca < λατ. bucca «στόμα, στόμιο» + porta)].